Ο Γρύπας ήταν τέρας της Ελληνικής μυθολογίας. Είχε σώμα λιονταριού ή αλόγου, κεφάλι και φτερά αετού. Επίσης σε μερικές αναπαραστάσεις του φαίνεται πως έχει και ουρά φιδιού. Ο Γρύπας συμβολίζει τον ήλιο, τον ουρανό, το φως της αυγής που γίνεται χρυσαφένιο, Επίσης, συμβολίζει τις δυνάμεις του αετού και του λιονταριού. ‘Όταν εμφανίζεται ως φύλακας θησαυρών σχετίζεται με την επαγρύπνηση και εκδίκηση. Στην Ανατολή ο Γρύπας συμβολίζει την σοφία και την φώτιση. Στην Ελλάδα ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα σαν ηλιακό σύμβολο, στην Αθηνά σαν σοφία και στην Νέμεση σαν εκδίκηση.
Ο μύθος του θεωρείται ότι προέρχεται από την Μεσοποταμία. Πιθανότατα η γέννηση του μύθου ανάγεται στην εποχή της πρώτης ανακάλυψης απολιθωμάτων δεινοσαύρων από τον προϊστορικό άνθρωπο. Η ράχη του ήταν σκεπασμένη με φτερά και τα νύχια στα λιονταρίσια πόδια του ήταν δυνατά και γαμψά σαν του αετού. Είναι ένα φτερωτό θηρίο με κεφάλι και νύχια αετού και σώμα λιονταριού ή αλόγου. Ο αρσενικός Γρύπας δεν έχει φτερά σε αντίθεση με το θηλυκό.
Στην Εραλδική τέχνη εμφανίζεται δίχως φτερά. Συμβολίζει τον ήλιο, τον ουρανό, το φως της αυγής που γίνεται χρυσαφένιο. Επίσης, συμβολίζει τις δυνάμεις του αετού και του λιονταριού. ‘Όταν εμφανίζεται ως φύλακας θησαυρών σχετίζεται με την επαγρύπνηση και εκδίκηση. Στην Ανατολή ο Γρύπας συμβολίζει την σοφία και την φώτιση. Στην Ελλάδα ήταν αφιερωμένος στονΑπόλλωνα σαν ηλιακό σύμβολο, στην Αθηνά σαν σοφία και στην Νέμεση σαν εκδίκηση.
Οι γρύπες του σφραγιστικού δακτύλιου της αρχαίας Άνθειας είναι ιππόγρυπες.
Ο Ιππόγρυπας είναι μισός άλογο και μισός Γρύπας. Τα φτερά του, τα μπροστινά του πόδια το κεφάλι και το ράμφος του ήταν σαν ενός Γρύπα. Ενώ σ’ όλα τ’ άλλα έμοιαζε με άλογο. ‘Οπως τα φτερωτά άλογα του Απόλλωνα, έτσι και ο Ιππόγρυπας είναι ηλιακό σύμβολο.Τον συναντάμε σε πολλές μυθολογίες. Το συναντάμε στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία & την Ελλάδα. Στην Αίγυπτο ήταν η προσωποποίηση του Ήλιου. Το μεσαίωνα ο ιππόγρυπας ήταν σύμβολο της αδυναμίας.
Σε Σκυθικά στολίδια έχουν βρεθεί ιππόγρυπες να επιτίθονται σε άλογα.
Σύμφωνα με το μύθο, οι Αριμασποί βρίσκονται σε συνεχή πάλη με τους γρύπες για το χρυσό. Η χώρα στην οποία ο Αριστέας και ο Ηρόδοτος τοποθετούν τους Αριμασπούς αναφέρεται αόριστα ως βορράς της Ευρώπης, στην άκρη της Οικουμένης, ενώ η μεταγενέστερη γραμματεία τούς τοποθετεί πέραν των Ριπαίων ορέων, στην Ασία.
Για τον Ηρόδοτο, παρόλο που εκφράζει την επιφύλαξή του ως προς το να ήταν μονόφθαλμα όντα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για πραγματικές φυλές. Με παρόμοιο τρόπο τούς αντιμετωπίζει και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ενώ στα σχόλια στον Πίνδαρο βρίσκουμε και το όνομα του βασιλιά-γενάρχη τους, του Αριμασπού. Ο Ευστάθιος, για τον οποίο οι Αριμασποί είναι «έθνος σκυθικόν», προσπαθεί με λογικό τρόπο να εξηγήσει τη μονοφθαλμία τους, συσχετίζοντάς τη με την εξάσκηση στην τοξοβολία, η οποία τους αναγκάζει να κλίνουν το ένα τους μάτι για να στοχεύσουν. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Διονύσιος ο Περιηγητής τούς ονομάζει «αρειμανείς» ή «αρειμανίους». Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος τους η ελληνική και η λατινική γραμματεία επαναλαμβάνουν τις πληροφορίες του Ηροδότου, προσθέτοντας ενίοτε σε αυτές κάποιες καθαρά διακοσμητικές λεπτομέρειες.
Οι γρύπες στη λογοτεχνία και την τέχνη
Αρκετά περίπλοκη είναι και η εικαστική εξέλιξη του γρύπα. Θεωρείται ότι η μορφή του εμφανίστηκε στην Ανατολή. Στην Ελλάδα ο γρύπας, ως ον που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά πτηνού και τετράποδου ζώου, εμφανίστηκε κατά την Κρητομινωική περίοδο και είναι γνωστός από τις παραστάσεις από την Κνωσό την Πύλο και την Άνθεια. Όμως οι παραστάσεις των κρητομινωικών γρυπών και των ιππογρυπών της Άνθειας είναι αρκετά διαφορετικές από τις παραστάσεις τους στην αρχαϊκή και την κλασική τέχνη.
Ένας νέος τύπος γρύπα εισήχθηκε στην ελληνική τέχνη στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. από τη Μέση Ανατολή, αρχικά στα νησιά του Αιγαίου και από εκεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Σε αυτόν ανήκουν οι αρχαϊκές χάλκινες προτομές γρύπα και οι πολυάριθμες σχετικές παραστάσεις του στη γραπτή κεραμική της ανατολίζουσας τεχνοτροπίας, στα νομίσματα και σε έργα μικροπλαστικής.
Εξαιρετικά δημοφιλείς ήταν οι παραστάσεις των γρύπων στη Σκυθία, όπου η μορφή τους έφτασε μέσω δύο οδών· από την Ανατολή και από τις ελληνικές αποικίες του βορείου Ευξείνου. Οι γρύπες αποδείχθηκαν στενά συνδεδεμένοι με τη σκυθική μυθολογία, όπου αντιπροσώπευαν το χθόνιο στοιχείο.
Έτσι, μερικοί ερευνητές τον ερμηνεύουν κυριολεκτικά και πιστεύουν ότι πίσω από τις φανταστικές λεπτομέρειες κρύβεται ένας πραγματικός αρχαίος λαός, οι Αριμασποί. Υπάρχει και η άποψη ότι και οι αναφερόμενοι από τον Αριστέα και τον Ηρόδοτο γρύπες ήταν όχι φανταστικά όντα αλλά η ονομασία ενός αρχαίου λαού, που, λόγω της ομοιότητας του μύθου για τους γρύπες του βορρά και της Ινδίας, μετατράπηκε στη λογοτεχνική παράδοση σε φανταστικά τέρατα.
Οι άκρως αόριστες πληροφορίες για τον τόπο κατοικίας των Αριμασπών επιτρέπουν στους ερευνητές να τους τοποθετούν σε διάφορες περιοχές, ανάμεσα στα Ουράλια όρη και το Αλτάι στη Σιβηρία, δηλαδή στην περιοχή όπου κατοικούσαν σιβηροσκυθικές φυλές. Γι’ αυτό το λόγο και η ονομασία Αριμασποί ερμηνεύεται ως προερχόμενη από το αρχαιοϊρανικό aspa, που σημαίνει ίππος.
Η δε πάλη των Αριμασπών με τους γρύπες σε αυτή την περίπτωση αποκτά έννοια συμβολική, εκφράζοντας την ιδέα των εμποδίων που συναντάει η ψυχή στο δρόμο προς το βασίλειο των νεκρών ή την πάλη του Άνω και του Κάτω Κόσμου για την κατοχή της θεϊκής ύλης, η οποία αντιπροσωπεύεται από το χρυσό.
Οι Αριμασποί νοούνται ως οι φύλακες των συνόρων της χώρας της ευδαιμονίας. Να θυμηθούμε ότι οι Αριμασποί του Αριστέα και του Ηροδότου ήταν γείτονες των Υπερβορείων, ενός εξιδανικευμένου λαού, συνδεδεμένου στην ελληνική μυθολογική παράδοση, μέσω του Απόλλωνα, με τη λατρεία του Ηλίου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Απόλλωνας κάνει το ταξίδι του στη χώρα τους πετώντας πάνω σε γρύπα, ένα δαμασμένο τέρας του κόσμου των νεκρών.
Όποια ερμηνεία του θέματος κι αν επιλέξουμε, την κυριολεκτική ή την καθαρά μυθολογική, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα στοιχείο που τις ενώνει. Ο μύθος για την πάλη των Αριμασπών με τους γρύπες αντανακλά τις μυθολογικές αντιλήψεις των αρχαίων ιρανόφωνων φυλών της Ασίας και του βορείου Ευξείνου, οι οποίες εισήχθηκαν στην ελληνική κοσμολογία και την εικαστική παράδοση μετά τη γνωριμία των Ελλήνων με το σκυθικό κόσμο.